-
1 πιλέω
A = πιλόω (which is rejected by EM672.12), compress wool, make it into felt, πιληθεὶς πέτασος a felt hat, AP6.282 (Theod.).II generally, compress, close up,πιλοῦντες ἑαυτούς Ar. Lys. 577
;πιλήσαντες τοὺς λόχους D.H.9.58
; make firm or solid, π. καὶ πυκνοῦν τὴν σάρκα, τὸ σῶμα, Gal.11.758,394;τρίψει.. π. τὸ δέρμα Id.6.417
:—[voice] Pass., to be close pressed,διὰ τὸ πολὺ εἰς ὀλίγον πιληθῆναι τόπον Arist.Mete. 366b13
; χθὼν.. οὔπω πιληθεῖσα made solid, A.R.4.678; kneaded,APl.
4.333 (Antiphil.); to be condensed, [σελήνην] νέφος εἶναι πεπιλημένον Xenoph.
ap. Placit.2.25.4 ; of air, Hero Spir.1 Praef.; of a man,παγκρατιαστὴς ὑπὸ τῆς πυκνότητος σαρκῶν πεπιλημένος Ph.2.449
, cf. Porph.Chr.35 ; ἰσχνός, τὴν σάρκα πεπιλ. J.BJ6.1.6 ; τοῖς χείλεσι πιλουμένοις compressed, Sch.D.T.p.43 H.2 π. πουλύπουν pound a polypus so as to make it tender,πουλύπου πιλουμένου Ar.Fr. 191
;π. πλεκτάνας Eub.150.7
, cf. Arist. HA 622a16 ([voice] Pass.), Zen.3.24.3 metaph. in [voice] Pass., to be oppressed, overwhelmed,κακοῖς Hegesias
ap.D.H.Comp.18 ;τῷ θανάτῳ πεπιλημένος Agath.5.3
.
См. также в других словарях:
πιλώ — (I) έω, Α [πίλος] 1. κατασκευάζω πίλημα («τὸν πιληθέντα δι εὐξάντου τριχὸς ἀμνοῡ... πέτασον», Ανθ. Παλ.) 2. συμπιέζω, συμπυκνώνω (α. «διὰ τὸ πολὺ εἰς ὀλίγον πιληθῆναι τόπον», Αριστοτ. β. «σελήνην νέφος εἶναι πεπιλημένον», Πλούτ.) 3. καθιστώ… … Dictionary of Greek